- ραδιοτηλέγραφος
- οο ασύρματος τηλέγραφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ραδιοτηλέγραφος — ο, Ν (τηλεπικοιν.) τηλεγραφική συσκευή η οποία λειτουργεί με ραδιοφωνικά, δηλαδή ηλεκτρομαγνητικά, κύματα και χρησιμοποιεί τον διεθνή κώδικα Μορς ή κάποιον άλλο κώδικα, αλλ. ασύρματος τηλέγραφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ραδιοτηλεγραφώ — έω, Ν [ραδιοτηλέγραφος] χρησιμοποιώ ραδιοτηλέγραφο για τη μεταβίβαση σημάτων … Dictionary of Greek